διύγρανση

διύγρανση
η
το να διυγρανθεί κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφαλάτωση — Η αφαίρεση του άλατος που περιέχεται σε μια ουσία. Λέγεται και αφάλιση. Η ανάγκη παραγωγής πόσιμου νερού από τα μεγάλα αποθέματα του θαλασσινού ώθησε την τεχνολογία να αναζητήσει μεθόδους μετατροπής, έπειτα από μια ειδική κατεργασία, του αλμυρού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”